Anonymous

ἐξορία: Difference between revisions

From LSJ
12
(6_10)
(12)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξορία''': ἡ, ἴδε ἐν λ. [[ἐξόριος]].
|lstext='''ἐξορία''': ἡ, ἴδε ἐν λ. [[ἐξόριος]].
}}
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἐξορία]]) [[εξόριος]]<br /><b>1.</b> [[αποπομπή]] κάποιου και αναγκαστική [[διαβίωση]] έξω από τα [[σύνορα]] της πατρίδας του, [[απέλαση]]<br /><b>2.</b> απομακρυσμένος και [[αφιλόξενος]] [[τόπος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκτόπιση]], [[εξαναγκασμός]] από τις αρχές να εγκαταλείψει [[κάποιος]] τον [[τόπο]] κατοικίας του και να ζει με [[επιτήρηση]] σε [[άλλη]] [[περιοχή]] [[μέσα]] στα [[σύνορα]] της πατρίδας του<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ζει στην [[εξορία]] του Αδάμ» — ζει σε απομακρυσμένο και αφιλόξενο [[μέρος]].
}}
}}