Anonymous

ἔξοχος: Difference between revisions

From LSJ
1,220 bytes added ,  29 September 2017
12
(SL_1)
(12)
Line 24: Line 24:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[ἔξοχος]] (ἔξοχον, -οι; -α acc.: -ώτερος: -ώτατοι; -ώταται; -άτατα acc.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[standing]] [[out]], jutting βουβόται [[τόθι]] πρῶνες ἔξοχοι κατάκεινται Δωδώναθεν ἀρχόμενοι πρὸς Ἰόνιον πόρον (N. 4.52) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[outstanding]], [[supreme]] περὶ θνατῶν δ' [[ἔσεσθαι]] μάντιν ἐπιχθονίοις ἔξοχον (O. 6.51) “Διὸς ἔξοχον [[ποτὶ]] κᾶπον” (P. 9.53) Διὸς ὑψίστου προφάταν ἔξοχον ὀρθόμαντιν Τειρεσίαν (N. 1.60) [[ὅσσα]] δ' ἀμφ ἀέθλοις, Τιμοδημίδαι ἐξοχώτατοι προλέγονται pr. (N. 2.18) ἐν δὲ πείρᾳ [[τέλος]] διαφαίνεται ὧν [[τις]] ἐξοχώτερος γένηται i. e. of those things in [[which]] a [[man]] is [[superior]] (N. 3.71) τὰ δ' αὐτὸς ἀντιτύχῃ, ἔλπεταί [[τις]] [[ἕκαστος]] ἐξοχώτατα [[φάσθαι]] (“das wünscht jeder als das Vornehmste zu nennen” Schadewaldt, 268&#774;{1}) (N. 4.92) [[ἐπεί]] [[σφιν]] Αἰακίδαι [[ἔπορον]] ἔξοχον αἶσαν (N. 6.47) Σκύριαι δ' ἐς ἄμελξιν γλάγεος αἶγες ἐξοχώταται pr. fr. 106. 4.<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>c</b> n. pl. pro prep. c. gen. ὁ δὲ χρυσὸς διαπρέπει νυκτὶ μεγάνορος [[ἔξοχα]] πλούτου (O. 1.2) Αἴγιναν [[ἔνθα]] ἀσκεῖται [[θέμις]] ἔξοχ' ἀνθρώπων [[more]] [[than]] [[among]] [[all]] [[other]] men Sandys (O. 8.23) φιλεῖν δὲ Κάρρωτον ἔξοχ' ἑταίρων (P. 5.26) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>d</b> adv., ἐξόχως, [[especially]] υἱὸν δ' Ἄκτορος ἐξόχως τίμασεν ἐποίκων (O. 9.69)
|sltr=[[ἔξοχος]] (ἔξοχον, -οι; -α acc.: -ώτερος: -ώτατοι; -ώταται; -άτατα acc.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[standing]] [[out]], jutting βουβόται [[τόθι]] πρῶνες ἔξοχοι κατάκεινται Δωδώναθεν ἀρχόμενοι πρὸς Ἰόνιον πόρον (N. 4.52) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[outstanding]], [[supreme]] περὶ θνατῶν δ' [[ἔσεσθαι]] μάντιν ἐπιχθονίοις ἔξοχον (O. 6.51) “Διὸς ἔξοχον [[ποτὶ]] κᾶπον” (P. 9.53) Διὸς ὑψίστου προφάταν ἔξοχον ὀρθόμαντιν Τειρεσίαν (N. 1.60) [[ὅσσα]] δ' ἀμφ ἀέθλοις, Τιμοδημίδαι ἐξοχώτατοι προλέγονται pr. (N. 2.18) ἐν δὲ πείρᾳ [[τέλος]] διαφαίνεται ὧν [[τις]] ἐξοχώτερος γένηται i. e. of those things in [[which]] a [[man]] is [[superior]] (N. 3.71) τὰ δ' αὐτὸς ἀντιτύχῃ, ἔλπεταί [[τις]] [[ἕκαστος]] ἐξοχώτατα [[φάσθαι]] (“das wünscht jeder als das Vornehmste zu nennen” Schadewaldt, 268&#774;{1}) (N. 4.92) [[ἐπεί]] [[σφιν]] Αἰακίδαι [[ἔπορον]] ἔξοχον αἶσαν (N. 6.47) Σκύριαι δ' ἐς ἄμελξιν γλάγεος αἶγες ἐξοχώταται pr. fr. 106. 4.<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>c</b> n. pl. pro prep. c. gen. ὁ δὲ χρυσὸς διαπρέπει νυκτὶ μεγάνορος [[ἔξοχα]] πλούτου (O. 1.2) Αἴγιναν [[ἔνθα]] ἀσκεῖται [[θέμις]] ἔξοχ' ἀνθρώπων [[more]] [[than]] [[among]] [[all]] [[other]] men Sandys (O. 8.23) φιλεῖν δὲ Κάρρωτον ἔξοχ' ἑταίρων (P. 5.26) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>d</b> adv., ἐξόχως, [[especially]] υἱὸν δ' Ἄκτορος ἐξόχως τίμασεν ἐποίκων (O. 9.69)
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔξοχος]], -ον)<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που υπερέχει, [[υπέροχος]], διακεκριμένος («[[έξοχος]] [[συγγραφέας]]»)<br /><b>2.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[εξαίρετος]], άριστης ποιότητας («έξοχη [[παράσταση]]»)<br /><b>3.</b> (υπερθετικό) [[τιμητικός]] [[τίτλος]] επίσημων προσώπων («εξοχότατε κύριε πρόεδρε»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που προεξέχει («πρῶνες ἔξοχοι», <b>Πίνδ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[έξοχα]] (AM ἐξόχως και ἔξοδα)<br />α) [[λαμπρά]], πολύ καλά<br />β) (AM) εξαιρετικά, κατ' εξαίρεσιν, ξεχωριστά<br />γ) (Α) περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον («ἐμέ δ' [[ἔξοχα]] πάντων ζήτει»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράγωγο του ρ. <i>εξ</i>-<i>έχω</i> με την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] (<i>οχ</i>-) του ρ. <i>έχω</i>].
}}
}}