3,274,913
edits
(12) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔξοχος]], -ον)<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που υπερέχει, [[υπέροχος]], διακεκριμένος («[[έξοχος]] [[συγγραφέας]]»)<br /><b>2.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[εξαίρετος]], άριστης ποιότητας («έξοχη [[παράσταση]]»)<br /><b>3.</b> (υπερθετικό) [[τιμητικός]] [[τίτλος]] επίσημων προσώπων («εξοχότατε κύριε πρόεδρε»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που προεξέχει («πρῶνες ἔξοχοι», <b>Πίνδ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[έξοχα]] (AM ἐξόχως και ἔξοδα)<br />α) [[λαμπρά]], πολύ καλά<br />β) (AM) εξαιρετικά, κατ' εξαίρεσιν, ξεχωριστά<br />γ) (Α) περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον («ἐμέ δ' [[ἔξοχα]] πάντων ζήτει»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράγωγο του ρ. <i>εξ</i>-<i>έχω</i> με την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] (<i>οχ</i>-) του ρ. <i>έχω</i>]. | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἔξοχος]], -ον)<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που υπερέχει, [[υπέροχος]], διακεκριμένος («[[έξοχος]] [[συγγραφέας]]»)<br /><b>2.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[εξαίρετος]], άριστης ποιότητας («έξοχη [[παράσταση]]»)<br /><b>3.</b> (υπερθετικό) [[τιμητικός]] [[τίτλος]] επίσημων προσώπων («εξοχότατε κύριε πρόεδρε»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που προεξέχει («πρῶνες ἔξοχοι», <b>Πίνδ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[έξοχα]] (AM ἐξόχως και ἔξοδα)<br />α) [[λαμπρά]], πολύ καλά<br />β) (AM) εξαιρετικά, κατ' εξαίρεσιν, ξεχωριστά<br />γ) (Α) περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον («ἐμέ δ' [[ἔξοχα]] πάντων ζήτει»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράγωγο του ρ. <i>εξ</i>-<i>έχω</i> με την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] (<i>οχ</i>-) του ρ. <i>έχω</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἔξοχος:''' -ον ([[ἐξέχω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που προεξέχει· μεταφ., εξέχων, διακεκριμένος, [[εξαίρετος]], [[λαμπρός]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., αυτός που υπερέχει, ο [[πλέον]] διακεκριμένος, [[υπέρτερος]], ο ισχυρότερος, με [[χρήση]] ως υπερθ., [[ἔξοχος]] ἡρώων, <i>ἔξ. ἄλλων</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· ο [[πραγματικός]] υπερθ. είναι το <i>ἐξοχώτατος</i>, σε Αισχύλ., Ευρ.· επίσης με δοτ., <i>μέγ' ἔξοχοι αἰπολίοισιν</i>, οι πιο διαλεχτές [[ανάμεσα]] στα κοπάδια, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως και, ἐν πολλοῖσι [[ἔξοχος]] ἡρώεσσιν, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ουδ. πληθ., [[ἔξοχα]] ως επίρρ., ειδικά, πάνω από όλα, ιδιαίτερα, σε Όμηρ.· ἐμοὶ [[δόσαν]] [[ἔξοχα]], μου απέδωσαν ύψιστη [[τιμή]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἔξοχ' ἄριστοι</i>, οι καλύτεροι πέρα από [[κάθε]] [[σύγκριση]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[ἔξοχα]] πάντων, ασύγκριτα, [[υπεράνω]] όλων, [[μακράν]], πάνω από όλα, στον ίδ. | |||
}} | }} |