3,255,243
edits
(12) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐπαινετικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται για έπαινο<br /><b>2.</b> αυτός που συνηθίζει να επαινεί, [[εγκωμιαστικός]] («επαινετικά [[λόγια]]»). | |mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐπαινετικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται για έπαινο<br /><b>2.</b> αυτός που συνηθίζει να επαινεί, [[εγκωμιαστικός]] («επαινετικά [[λόγια]]»). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπαινετικός:''' <b class="num">1)</b> склонный к восхвалению (οὐκ ἐ. οὐδὲ [[κακολόγος]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> хвалебный, похвальный ([[λόγος]] Luc.). | |||
}} | }} |