Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπαινετικός: Difference between revisions

From LSJ
2
(12)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐπαινετικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται για έπαινο<br /><b>2.</b> αυτός που συνηθίζει να επαινεί, [[εγκωμιαστικός]] («επαινετικά [[λόγια]]»).
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐπαινετικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται για έπαινο<br /><b>2.</b> αυτός που συνηθίζει να επαινεί, [[εγκωμιαστικός]] («επαινετικά [[λόγια]]»).
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπαινετικός:''' <b class="num">1)</b> склонный к восхвалению (οὐκ ἐ. οὐδὲ [[κακολόγος]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> хвалебный, похвальный ([[λόγος]] Luc.).
}}
}}