Anonymous

ἐπίδεσμος: Difference between revisions

From LSJ
13
(Bailly1_2)
(13)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />ligament, bandelette pour pansement.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[δεσμός]].
|btext=ου (ὁ) :<br />ligament, bandelette pour pansement.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[δεσμός]].
}}
{{grml
|mltxt=ο (AM [[ἐπίδεσμος]])<br />[[ταινία]] αποστειρωμένου ή απολυμασμένου υφάσματος με την οποία δένεται [[τραύμα]], [[πληγή]] ή πάσχον [[μέλος]] του σώματος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ένωση]] δύο ή περισσότερων ναυτικών σχοινιών με ένα [[λεπτό]] [[σχοινί]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[γύψινος]] [[επίδεσμος]]» — [[επίδεσμος]] και βρεγμένος [[γύψος]] —ο [[οποίος]] σκληραίνει [[μετά]] την [[τοποθέτηση]]— για να συγκρατηθεί και να ακινητοποιηθεί [[μέλος]] του σώματος για ορισμένο [[χρονικό]] [[διάστημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[δεσμός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>δέω</i> «[[δένω]]»)].
}}
}}