Anonymous

ἐπίδεσμος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_14)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίδεσμος''': ὁ, ἐξωτερικὸς [[ἐπίδεσμος]], Ἱππ. περὶ Ἰητρεῖον 743 κ. ἀλλ., Ἀριστοφ. Σφ. 1440· ἑτερόκλ. πληθ. [[ἐπίδεσμα]], τά, Αἰλ. π. Ζ. 8. 9:- [[ὡσαύτως]], ἐπίδεσμον, τό, Γαλην.· [[ἐπίδεσμα]], τό, Ἱππ. (ἴδε ἐν λ.), ὅρα Λοβ. Φρύν. 292, καὶ σημείωσιν εἰς Θωμ. Μάγ. σ. 502.
|lstext='''ἐπίδεσμος''': ὁ, ἐξωτερικὸς [[ἐπίδεσμος]], Ἱππ. περὶ Ἰητρεῖον 743 κ. ἀλλ., Ἀριστοφ. Σφ. 1440· ἑτερόκλ. πληθ. [[ἐπίδεσμα]], τά, Αἰλ. π. Ζ. 8. 9:- [[ὡσαύτως]], ἐπίδεσμον, τό, Γαλην.· [[ἐπίδεσμα]], τό, Ἱππ. (ἴδε ἐν λ.), ὅρα Λοβ. Φρύν. 292, καὶ σημείωσιν εἰς Θωμ. Μάγ. σ. 502.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />ligament, bandelette pour pansement.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[δεσμός]].
}}
}}