Anonymous

ἐπιδέξιος: Difference between revisions

From LSJ
13
(Autenrieth)
(13)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=only neut. pl. as adv., ἐπιδέξια, toward the [[right]] (the [[lucky]] [[direction]]), Od. 21.141; on the [[right]] ([[auspiciously]]), Il. 2.353.
|auten=only neut. pl. as adv., ἐπιδέξια, toward the [[right]] (the [[lucky]] [[direction]]), Od. 21.141; on the [[right]] ([[auspiciously]]), Il. 2.353.
}}
{{grml
|mltxt=και [[πιδέξιος]], -α, -ο (AM [[ἐπιδέξιος]], -α, -ον) [[δεξιός]]<br /><b>1.</b> [[ικανός]], [[επιτήδειος]] σε [[κάτι]] («[[ἐπιδέξιος]] [[τεχνίτης]]», «ἀπέστειλεν ἀνθρώπους ἐπιδεξίους», «[[ἐπιδέξιος]] [[προς]] ή [[περί]] τι»)<br /><b>2.</b> [[έξυπνος]], [[ευφυής]] («ως γνωστικὸς και [[φρόνιμος]] και [[ἐπιδέξιος]]»)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το επιδέξιο</i>(<i>ν</i>) και <i>πιδέξιο</i><br /><b>1.</b> η [[εξυπνάδα]] («ἄκουσε τὸ φρόνιμον, τὸ ἐπιδέξιόν του»)<br /><b>2.</b> η [[άνεση]], [[κυρίως]] η οικονομική («ας έχω το πιδέξιόν μου στη φυλακήν [[οπού]] μαι», «εσύ έχεις όλα σου σωστά, [[πάντα]] σου τα πιδέξια»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «με το πιδέξιο» ή «με τα πιδέξια» — με [[τέχνη]], με έξυπνο τρόπο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για πράγματα) [[κατάλληλος]], [[ανάλογος]], [[ταιριαστός]]<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «τα μεταξωτά βρακιά θένε κι επιδέξιους κώλους» — αυτοί που καταλαμβάνουν μια [[θέση]] ή αναλαμβάνουν [[κάτι]] σημαντικό [[πρέπει]] νά ‘χουν τα ανάλογα προσόντα<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[τυχερός]], ευνοημένος από την [[τύχη]]<br />(μσν) 1<br />(για [[τόπο]]) [[κατάλληλος]] για [[κάτι]]<br /><b>2.</b> όμορφος, με ωραία [[εμφάνιση]]<br /><b>3.</b> [[ευγενικός]], [[λεπτός]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἐπιδέξια</i><br />τα μέρη [[προς]] τα [[δεξιά]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[επιδέξια]] (AM ἐπιδέξια και ἐπὶ δεξιὰ και ἐπιδεξίως)<br />με [[επιδεξιότητα]], με [[επιτηδειότητα]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> με ευγενικό τρόπο, με [[λεπτότητα]]<br /><b>2.</b> [[ορθά]], με σωστό τρόπο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με [[κίνηση]] από [[δεξιά]] [[προς]] τ’ αριστερά («ὄρνυσθ’ [[ἑξείης]] ἐπιδέξια... ἀρξάμενοι» — να σηκωνόσαστε με τη [[σειρά]] αρχίζοντας απ’ τα [[δεξιά]])<br /><b>2.</b> ευοίωνα, αίσια, με ευχάριστα προμηνύματα («ἀστράπτων ἐπιδέξια... ἐναίσιμα σήματα [[φαίνων]]», αστράφτοντας ευνοϊκά, απ’ τα [[δεξιά]], δίνοντας καλά προμηνύματα)<br /><b>3.</b> [[προς]] το δεξί [[χέρι]], [[προς]] τη [[δεξιά]] [[μεριά]] («ἐπιδέξια εἰς τὸν Πόντον εἰσπλέοντι»).
}}
}}