ἐπιδέξιος
ὅθεν λοιπὸν ἐπιτευκτικῶς καὶ ἐν τούτῳ ὁ µακάριος πράξας, ἔµεινεν ἀγαλλόµενος τῷ πνεύµατι· καὶ δοξάζων τὸν θεὸν ἐπὶ τῇ µεγαλειότητι αὐτοῦ, ἐν τῷ τόπῳ ἐκείνῳ ἀπελάσας καὶ τὰ ἀκάθαρτα πνεύµατα τὰ ἐκεῖσε ἐπὶ λύµῃ τῆς τῶν ἀνθρώπων σωτηρἰας → Thus, then, the blessed one achieved his aim here, too, and continuing to rejoice in the Spirit, and glorifying God for his greatness, he expelled from this place the impure spirits that lurked there so as to obstruct the salvation of human beings
English (LSJ)
ἐπιδέξιον,
A towards the right, i.e. from left to right:
I. used by Hom. only in neuter plural as adverb, ὄρνυσθ' ἑξείης ἐπιδέξια rise in order, Od.21.141, cf. Pl.Smp. 214b; περίιθι τὸν βωμὸν ἐ. Ar.Pax957; πίνειν τὴν ἐ. (sc. κύλικα) Eup.325, cf. Anaxandr.1.4, Critias 33 D.; without idea of motion, ἕστηκεν ἐ. Lys.Fr.94; sometimes as two words, ἐπὶ δεξιά, opp. ἐπ' ἀριστερά, Il.7.238, cf. Eust.ad Od. l.c.; ἐπὶ δ. χειρός Pi.P.6.19, Theoc. 25.18; τὰ ἐπὶ δεξιά, opp. τὰ ἐπ' ἀριστερά, Hdt.2.93, 4.191, 6.33.
2. auspicious, lucky, ἀστράπτων ἐ. Il.2.353.
II. later as adjective, = δεξιός, on the right hand, X.An.6.4.1, etc.; τἀπιδέξια the right side, Ar.Av. 1493 (lyr.); οἱ ἐ. ἄνεμοι Arist.Pr.941b12.
2. clever, dexterous, tactful, Aeschin.1.178, Arist.EN1128a17, Thphr. Char.29.4; λαβὴ φιλοσόφων ἐπιδέξιος ἡ διὰ τῶν ὤτων Zeno Stoic.1.64: c. inf., Arist.Rh.1381a34; ἐ. πρὸς τὰς ὁμιλίας Plb.5.39.6; περί τι Plu.Aem.37, D.C.69.10: Sup., Ἀφροδίτην -ωτάτην θεῶν Plu.2.739e: neuter plural as adverb, ἐπιδέξια dexterously, cleverly, Anaxandr.53.5, Nicom.Com.1.27; elegantly, ἀναβάλλεσθαι ἐ. Pl.Tht.175e: Regul. Adv. ἐπιδεξίως Erasistr. ap. Gal.7.539, Plb.3.19.13, 4.35.7, Corn.ND14, Plu.2.439e.
3. lucky, prosperous, τύχη D.S.8.4.
German (Pape)
[Seite 935] 1) zur Rechten hin; bei Hom. ἐπιδέξια, adverbial, nach der rechten Seite hin, welche Richtung als Glück bringend u. heilig galt u. bei allen Schmäusen, öffentlichen Versammlungen u. Opfern sorgfältig beobachtet wurde; ὄρνυσθ' ἑξείης ἐπιδέξια πάντες – ἀρξάμενοι τοῦ χώρου, ὅθεν τέ περ οἰνοχοεύει, von dem Ehrenplatze neben dem Mischgefäß an immer der Nachbar zur Rechten, Od. 21, 141; τὸν ἐπιδέξια τρόπον πίνειν Ath. XI, 463 f aus Anaxandr., wie πίνειν τὴν ἐπιδέξια Eupol. Poll. 2, 159; ὀρέγειν προπόσεις Critias bei Ath. X, 432 e; περίιθι τὸν βωμὸν ἐπιδέξια Ar. Pax 957. Daher ἀστράπτων ἐπιδέξια, rechtshin blitzend, d. i. Heil verkündend, Il. 2, 353, wie ἐπιδέξια σήματα φαίνων ἀστράπτει 9. 236, κατακλίναντες ἐπιδέξια πρὸς τὸ πῦρ Plat. Rep. IV, 420 e, vgl. Theaet. 175 e, wo die v.l. ἐπὶ δεξιά, wie man auch im Homer schrieb, wenn der Gegensatz »zur linken Seite« hervorgehoben werden sollte (s. Il. 7, 238; Her. 2, 93. 7, 39; Buttm. Lexil. 1 p. 173 ff. u. Lob. zu Phryn. p. 259 u. oben δεξιός); ἐπιδέξια χειρός νιν ἄγεις vrbdt Pind. P. 6. 19. wie Theocr. 25, 18; πάντα τἀπιδέξια, die ganze rechte Seite, Ar. Av. 1493. – 2) geschickt, gewandt, Aesch. 1, 178; sein, geschmackvoll, neben εὐτράπελος, Arist. Eth. 4, 8; τωθάσαι, rhet. 2, 4; ἀνὴρ πρὸς τὰς ὁμιλίας ἐπιδέξιος Pol. 5, 39, 6; καὶ προσηνής Plut. Symp. 7, 6, 3; καὶ χαρίεις Aem. Paul. 37; περὶ τὴν θήραν D. Cass. 69, 10; vom Schiffe, Antiphil. 41 (IX, 242), u. öfter bei Sp. – Adv. ἐπιδεξίως, geschickt, τοῖς πράγμασι χρῆσθαι Pol. 3, 19, 13; so auch ἐπιδέξια, Nicom. Ath. VII, 291 c.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui va vers la droite ; adv. • ἐπιδέξια OD de gauche à droite;
2 qui est à droite ; adv. • ἐπιδέξια XÉN à droite ; d'heureux augure, favorable;
3 adroit, capable, habile;
Sp. ἐπιδεξιώτατος.
Étymologie: ἐπί, δεξιός.
English (Autenrieth)
only neut. pl. as adv., ἐπιδέξια, toward the right (the lucky direction), Od. 21.141; on the right (auspiciously), Il. 2.353.
Greek Monolingual
και πιδέξιος, -α, -ο (AM ἐπιδέξιος, -α, -ον) δεξιός
1. ικανός, επιτήδειος σε κάτι («ἐπιδέξιος τεχνίτης», «ἀπέστειλεν ἀνθρώπους ἐπιδεξίους», «ἐπιδέξιος προς ή περί τι»)
2. έξυπνος, ευφυής («ως γνωστικὸς και φρόνιμος και ἐπιδέξιος»)
μσν.- νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το επιδέξιο(ν) και πιδέξιο
1. η εξυπνάδα («ἄκουσε τὸ φρόνιμον, τὸ ἐπιδέξιόν του»)
2. η άνεση, κυρίως η οικονομική («ας έχω το πιδέξιόν μου στη φυλακήν οπού μαι», «εσύ έχεις όλα σου σωστά, πάντα σου τα πιδέξια»)
3. φρ. «με το πιδέξιο» ή «με τα πιδέξια» — με τέχνη, με έξυπνο τρόπο
νεοελλ.
1. (για πράγματα) κατάλληλος, ανάλογος, ταιριαστός
2. παροιμ. «τα μεταξωτά βρακιά θένε κι επιδέξιους κώλους» — αυτοί που καταλαμβάνουν μια θέση ή αναλαμβάνουν κάτι σημαντικό πρέπει νά ‘χουν τα ανάλογα προσόντα
αρχ.-μσν.
τυχερός, ευνοημένος από την τύχη
(μσν) 1
(για τόπο) κατάλληλος για κάτι
2. όμορφος, με ωραία εμφάνιση
3. ευγενικός, λεπτός
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπιδέξια
τα μέρη προς τα δεξιά.
επίρρ...
επιδέξια (AM ἐπιδέξια και ἐπὶ δεξιὰ και ἐπιδεξίως)
με επιδεξιότητα, με επιτηδειότητα
μσν.- νεοελλ.
1. με ευγενικό τρόπο, με λεπτότητα
2. ορθά, με σωστό τρόπο
αρχ.
1. με κίνηση από δεξιά προς τ’ αριστερά («ὄρνυσθ’ ἑξείης ἐπιδέξια... ἀρξάμενοι» — να σηκωνόσαστε με τη σειρά αρχίζοντας απ’ τα δεξιά)
2. ευοίωνα, αίσια, με ευχάριστα προμηνύματα («ἀστράπτων ἐπιδέξια... ἐναίσιμα σήματα φαίνων», αστράφτοντας ευνοϊκά, απ’ τα δεξιά, δίνοντας καλά προμηνύματα)
3. προς το δεξί χέρι, προς τη δεξιά μεριά («ἐπιδέξια εἰς τὸν Πόντον εἰσπλέοντι»).
Greek Monotonic
ἐπιδέξιος: -ον, αυτός που είναι στραμμένος προς τα δεξιά, δηλ. από τα αριστερά προς τα δεξιά·
I. 1. ουδ. πληθ. ως επίρρ., ὄρνυσθ' ἑξείης ἐπιδέξια, σηκωθείτε επιδέξια με τη σειρά ξεκινώντας από τα αριστερά, από το μέρος του οινοχόου, σε Ομήρ. Οδ.· απ' όπου, εὐοίωνος, αίσιος, ἀστράπτων ἐπιδέξια, σε Ομήρ. Ιλ.·
2. μετά τον Όμηρ., στο δεξί χέρι, σε Ξεν.· τἀπιδέξια, η δεξιά πλευρά, σε Αριστοφ.
II. ως επίθ. λέγεται για πρόσωπα, επιδέξιος, ικανός, ευφυής, σε Αισχίν. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιδέξιος:
1 досл. правый, находящийся справа, перен. благосклонный, благоприятный (τύχη Diod.);
2 ловкий, искусный (πρός τι Polyb.; περί τι Plut. и ποιεῖν τι Arst.).
Middle Liddell
ἐπι-δέξιος, ον
towards the right, i. e. from left to right:
I. neut. pl. as adv., ὄρνυσθ' ἑξείης ἐπιδέξια rise in order beginning with the left hand man, Od.: —hence auspicious, lucky, ἀστράπτων ἐπιδέξια Il.
2. after Hom., on the right hand, Xen.; τἀπιδέξια the right side, Ar.
II. as adj., of persons, dexterous, capable, clever, Aeschin., etc.