Anonymous

ἐπιβαρύνω: Difference between revisions

From LSJ
13
(6_2)
(13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιβᾰρύνω''': [[ἐπίκειμαι]] βαρὺς κατὰ τοῦ ἐχθροῦ, Ἀππ. Μιθρ. 25:- [[οὕτως]] ἐν τῷ Μέσῳ, Βασίλ. τ. 2, σ. 487Α.
|lstext='''ἐπιβᾰρύνω''': [[ἐπίκειμαι]] βαρὺς κατὰ τοῦ ἐχθροῦ, Ἀππ. Μιθρ. 25:- [[οὕτως]] ἐν τῷ Μέσῳ, Βασίλ. τ. 2, σ. 487Α.
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐπιβαρύνω]]) [[βαρύνω]]<br />[[πιέζω]] με πρόσθετο [[βάρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επιβάλλω]] ενοχλητική [[υποχρέωση]] ή [[δέσμευση]] («θα επιβαρυνθώ με πρόσθετα έξοδα»)<br /><b>2.</b> (για [[κατάσταση]]) [[καταπιέζω]] («η νέα [[φορολογία]] επιβαρύνει τον λαό»)<br /><b>3.</b> [[επιδεινώνω]], [[χειροτερεύω]] («με την [[απολογία]] του επιβάρυνε τη [[θέση]] του»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ασκώ]] έντονη, [[βαριά]] [[πίεση]] [[πάνω]] σε κάποιον.
}}
}}