Anonymous

ἐπιβάτης: Difference between revisions

From LSJ
13
(Bailly1_2)
(13)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> qui monte sur un vaisseau ; <i>particul.</i> soldat de marine;<br /><b>2</b> combattant monté sur un char.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιβαίνω]].
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> qui monte sur un vaisseau ; <i>particul.</i> soldat de marine;<br /><b>2</b> combattant monté sur un char.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιβαίνω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο (θηλ. επιβάτρια, επιβάτισσα) (AM [[ἐπιβάτης]], ο<br />θηλ. ἐπιβάτις) [[επιβαίνω]]<br />[[ταξιδιώτης]] με [[πλοίο]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[αρχιερέας]] που κατέχει αντικανονικά επισκοπικό θρόνο («[[επιβάτης]] του θρόνου»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[μέσα]] σε οποιοδήποτε μεταφορικό [[μέσο]] ([[αυτοκίνητο]], [[αεροπλάνο]], [[τρένο]]), για να μετακινηθεί σε [[άλλη]] [[περιοχή]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[επιβάτης]] της εξουσίας» — αυτός που κατέχει [[παράνομα]] πολιτικό [[αξίωμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οπλίτης]], [[μέλος]] του πληρώματος πολεμικού πλοίου<br /><b>2.</b> [[επιστάτης]] του φορτίου του πλοίου<br /><b>3.</b> [[κατώτερος]] [[αξιωματικός]] του σπαρτιατικού ναυτικού<br /><b>4.</b> [[πολεμιστής]] σε [[άρμα]] [[δίπλα]] στον ηνίοχο.
}}
}}