Anonymous

ἐπιβάτης: Difference between revisions

From LSJ
4
(13)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (θηλ. επιβάτρια, επιβάτισσα) (AM [[ἐπιβάτης]], ο<br />θηλ. ἐπιβάτις) [[επιβαίνω]]<br />[[ταξιδιώτης]] με [[πλοίο]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[αρχιερέας]] που κατέχει αντικανονικά επισκοπικό θρόνο («[[επιβάτης]] του θρόνου»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[μέσα]] σε οποιοδήποτε μεταφορικό [[μέσο]] ([[αυτοκίνητο]], [[αεροπλάνο]], [[τρένο]]), για να μετακινηθεί σε [[άλλη]] [[περιοχή]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[επιβάτης]] της εξουσίας» — αυτός που κατέχει [[παράνομα]] πολιτικό [[αξίωμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οπλίτης]], [[μέλος]] του πληρώματος πολεμικού πλοίου<br /><b>2.</b> [[επιστάτης]] του φορτίου του πλοίου<br /><b>3.</b> [[κατώτερος]] [[αξιωματικός]] του σπαρτιατικού ναυτικού<br /><b>4.</b> [[πολεμιστής]] σε [[άρμα]] [[δίπλα]] στον ηνίοχο.
|mltxt=ο (θηλ. επιβάτρια, επιβάτισσα) (AM [[ἐπιβάτης]], ο<br />θηλ. ἐπιβάτις) [[επιβαίνω]]<br />[[ταξιδιώτης]] με [[πλοίο]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[αρχιερέας]] που κατέχει αντικανονικά επισκοπικό θρόνο («[[επιβάτης]] του θρόνου»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[μέσα]] σε οποιοδήποτε μεταφορικό [[μέσο]] ([[αυτοκίνητο]], [[αεροπλάνο]], [[τρένο]]), για να μετακινηθεί σε [[άλλη]] [[περιοχή]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[επιβάτης]] της εξουσίας» — αυτός που κατέχει [[παράνομα]] πολιτικό [[αξίωμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οπλίτης]], [[μέλος]] του πληρώματος πολεμικού πλοίου<br /><b>2.</b> [[επιστάτης]] του φορτίου του πλοίου<br /><b>3.</b> [[κατώτερος]] [[αξιωματικός]] του σπαρτιατικού ναυτικού<br /><b>4.</b> [[πολεμιστής]] σε [[άρμα]] [[δίπλα]] στον ηνίοχο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιβάτης:''' [ᾰ], -ου, ὁ ([[ἐπιβαίνω]]), αυτός που ανεβαίνει ή επιβιβάζεται· <b>1. α)</b> <i>ἐπιβάται</i>, <i>οἱ</i>, στρατιώτες που έχουν επιβιβαστεί σε [[πλοίο]], πολεμιστές στρατιώτες, αντίθ. προς τους κωπηλάτες και ναύτες, σε Ηρόδ. <b>β)</b> [[έμπορος]] επιβιβασμένος σε [[πλοίο]], [[επιστάτης]] φορτίου πλοίου, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[μαχητής]] σε [[άρμα]], σε Πλάτ.
}}
}}