Anonymous

ἐπιθυμητής: Difference between revisions

From LSJ
13
(T22)
(13)
Line 21: Line 21:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=ἐπιθυμητου, ὁ ([[ἐπιθυμέω]]), [[one]] [[who]] longs for, a craver, [[lover]], [[one]] [[eager]] for: κακῶν, [[Herodotus]] [[down]].
|txtha=ἐπιθυμητου, ὁ ([[ἐπιθυμέω]]), [[one]] [[who]] longs for, a craver, [[lover]], [[one]] [[eager]] for: κακῶν, [[Herodotus]] [[down]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπιθυμητής]], ὁ (και θηλ. [[ἐπιθυμήτειρα]]) (Α) [[επιθυμώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που επιθυμεί, που ορέγεται [[κάτι]] («[[τιμῆς]] ἐπιθυμηταί», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(απολ.)</b> [[φίλος]], [[ακόλουθος]], [[οπαδός]] («πολλοὺς ἐπιθυμητὰς λαβών», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που ρέπει στις σαρκικές απολαύσεις, ο [[ακόλαστος]] («ἔθαψαν τὸν λαὸν τὸν ἐπιθυμητήν», ΠΔ).
}}
}}