Anonymous

ἐπικάλυμμα: Difference between revisions

From LSJ
13
(T22)
(13)
Line 15: Line 15:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=ἐπικαλυμτος, τό ([[ἐπικαλύπτω]]), a [[covering]], [[veil]]; [[properly]], in the Sept.: Complutensian (cf. 39:21 Tdf.); [[metaphorically]], equivalent to a [[pretext]], [[cloak]]: τῆς κακίας, [[πλοῦτος]] δέ πολλῶν ἐπικαλυμμ' ἐστι κακῶν, [[Menander]] quoted in Stobaeus, flor. 91,19 (iii. 191, Gaisf. edition); quaerentes libidinibus suis patrocinium et velamentum, Seneca, vita beata 12).
|txtha=ἐπικαλυμτος, τό ([[ἐπικαλύπτω]]), a [[covering]], [[veil]]; [[properly]], in the Sept.: Complutensian (cf. 39:21 Tdf.); [[metaphorically]], equivalent to a [[pretext]], [[cloak]]: τῆς κακίας, [[πλοῦτος]] δέ πολλῶν ἐπικαλυμμ' ἐστι κακῶν, [[Menander]] quoted in Stobaeus, flor. 91,19 (iii. 191, Gaisf. edition); quaerentes libidinibus suis patrocinium et velamentum, Seneca, vita beata 12).
}}
{{grml
|mltxt=το (Α [[ἐπικάλυμμα]]) [[επικαλύπτω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />εξωτερικό [[σκέπασμα]], [[κάλυμμα]] της επιφάνειας, [[επένδυση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάλυμμα]], [[μέσο]] συγκαλύψεως («[[πλοῦτος]] πολλῶν ἐπικάλυμμά ἐστι κακῶν», Μέν.)<br /><b>2.</b> (για το [[σώμα]]) [[οτιδήποτε]] καλύπτει ένα [[άνοιγμα]].
}}
}}