Anonymous

ἐπιμελητής: Difference between revisions

From LSJ
13
(Bailly1_2)
(13)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> qui prend soin de, chargé du soin de, gén.;<br /><b>2</b> <i>abs.</i> administrateur, directeur, gouverneur ; <i>particul. à Athènes</i> préposé à, commissaire, intendant (à la célébration des mystères, aux arsenaux, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιμελέομαι]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> qui prend soin de, chargé du soin de, gén.;<br /><b>2</b> <i>abs.</i> administrateur, directeur, gouverneur ; <i>particul. à Athènes</i> préposé à, commissaire, intendant (à la célébration des mystères, aux arsenaux, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιμελέομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=ο (θηλ. επιμελήτρια) (AM [[ἐπιμελητής]]) [[επιμελούμαι]]<br />ο [[αρμόδιος]] για την [[επιμέλεια]], την [[επιστασία]] (α. «[[επιμελητής]] αρχαιοτήτων» β. «τῶν τῆς πόλεώς εἰμ’ ἐπιμελητὴς πραγμάτων», <b>Αριστοφ.</b><br />γ. «ἀπολιπὼν ἐπιμελητήν τῆς Τριφυλίας Λάδικον», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (στα σχολεία) ο [[μαθητής]] που φροντίζει για την [[ευκοσμία]] της τάξης<br /><b>2.</b> [[επιστημονικός]] [[συνεργάτης]] πανεπιστημιακής έδρας ή κλινικής<br /><b>3.</b> (παλιότερα) [[αξιωματικός]] του οικονομικού σώματος του στρατού<br /><b>4.</b> αυτός που επιμελείται μια [[έκδοση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στρατηγός]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ ἐπιμεληταί</i><br />άρχοντες στην Αθήνα που φρόντιζαν τα οικονομικά<br /><b>3.</b> [[αρχηγός]] φυλής<br /><b>4.</b> [[επόπτης]] μέτρων και [[σταθμών]]<br /><b>5.</b> [[έφορος]] τών γυμνασίων<br /><b>6.</b> [[έφορος]] του πρυτανείου<br /><b>7.</b> (για αυτοκράτορα που διατηρεί τιμητικά τοπικό [[αξίωμα]]) [[επίτροπος]], [[βουλευτής]].
}}
}}