3,273,773
edits
(6_19) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιμελητής''': -οῦ, ὁ, ([[ἐπιμελέομαι]]) ὁ ἔχων τὴν ἐπιμέλειαν, τὴν φροντίδα πράγματός τινος, ὁ διέπων τι, [[οἰκονόμος]], [[φροντιστής]], [[ἐπιστάτης]], τῶν τῆς πόλεώς εἰμ’ ἐπιμελητὴς πραγμάτων, [[διέπω]] τὰ τῆς πόλεως πράγματα, Ἀριστοφ. Πλ. 907· ἵππων καὶ ὄνων Πλάτ. Γοργ. 516Α· τῶν πρὸς δίαιταν ἐπιτηδείων Ξεν. Κύρ. 8. 1, 9· [[ὡσαύτως]], ὁ περὶ τῆς παιδείας ἐπ. Πλάτ. Νόμ. 915Ε: - ἀπολ., [[φύλαξ]] καὶ ἐπ. Ξεν. Ἀπομν. 2. 7, 14· ἐπὶ ἐργοδότου ἢ ἐπιστάτου, ὦ ’πιμελητὰ φιλάργυρε Θεοκρ. 10. 54· ἐπὶ διοικητοῦ, κυβερνήτου, καταστήσας ἐν αὐτῷ Δράκοντα Πελληνέα ἐπιμελητὴν Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 11, πρβλ. Πολύβ. 4. 80, 15, Συλλ. Ἐπιγρ. 332. 335 κ. ἀλλ.· ἰδίως ἐπὶ τοῦ Ἀθηναίου ἐπιμελητοῦ τῆς Δήλου, [[αὐτόθι]] 2286-8 2293 κ. ἀλλ. II. ἐπὶ ἐπιμελητῶν οἷς ἀνετέθη ὑπὸ τῆς πόλεως ἡ [[ἐπιστασία]] πράγματός τινος, 1) ἐπὶ ἱερῶν κτημάτων ἢ πραγμάτων ἐν γένει, οὔτ’ ἐπιμελητὴς ᾑρημένος Λυσ. 7. 29, Συλλ. Ἐπιγρ. 108, 109· τῶν μυστηρίων Δημ. 570. 7· εἰς τὰ [[Διονύσια]] ὁ αὐτ. 519. 17. 2) ἐπὶ τῶν [[ἕνδεκα]], ἐπ. τῶν κακούργων Ἀντιφῶν 131. 26. 3) ἐπὶ τῶν ἀρχηγῶν τῶν φυλῶν, Δημ. 512. 2. Συλλ. Ἐπιγρ. 104, 213· οἱ ἐν ταῖς συμμορίαις ἐπ. Δημ. 1145. 15. 4) τῶν νεωρίων ὁ αὐτ. 612. 21· ἐπ. τοῦ ἐμπορίου ὁ αὐτ. 1324. 28, Δείναρχ. 106. 20· ἐμπορίου δ’ ἐπιμελητὰς [[δέκα]] κληροῦσι Ἀριστ. Ἀθηναίων Πολ. σ. 73.14 (ἔκδ. Blass)· τοῦ λιμένος, [[λιμενάρχης]], Συλλ. Ἐπιγρ. 124. 19· ἐπιθεωρητὴς σταθμῶν καὶ μέτρων, [[αὐτόθι]] 123· ἐπιτηρητὴς τῶν γυμνασίων, 353. 12· ὁ τοῦ πρυτανείου 575· κρηνῶν Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 8, 5, Ἀθην. Πολ. σ. 62. 3· πυλῶν τε καὶ τειχῶν φυλακῆς [[αὐτόθι]] 14· ὁδῶν Συλλ. Ἐπιγρ. 2638, κλ. | |lstext='''ἐπιμελητής''': -οῦ, ὁ, ([[ἐπιμελέομαι]]) ὁ ἔχων τὴν ἐπιμέλειαν, τὴν φροντίδα πράγματός τινος, ὁ διέπων τι, [[οἰκονόμος]], [[φροντιστής]], [[ἐπιστάτης]], τῶν τῆς πόλεώς εἰμ’ ἐπιμελητὴς πραγμάτων, [[διέπω]] τὰ τῆς πόλεως πράγματα, Ἀριστοφ. Πλ. 907· ἵππων καὶ ὄνων Πλάτ. Γοργ. 516Α· τῶν πρὸς δίαιταν ἐπιτηδείων Ξεν. Κύρ. 8. 1, 9· [[ὡσαύτως]], ὁ περὶ τῆς παιδείας ἐπ. Πλάτ. Νόμ. 915Ε: - ἀπολ., [[φύλαξ]] καὶ ἐπ. Ξεν. Ἀπομν. 2. 7, 14· ἐπὶ ἐργοδότου ἢ ἐπιστάτου, ὦ ’πιμελητὰ φιλάργυρε Θεοκρ. 10. 54· ἐπὶ διοικητοῦ, κυβερνήτου, καταστήσας ἐν αὐτῷ Δράκοντα Πελληνέα ἐπιμελητὴν Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 11, πρβλ. Πολύβ. 4. 80, 15, Συλλ. Ἐπιγρ. 332. 335 κ. ἀλλ.· ἰδίως ἐπὶ τοῦ Ἀθηναίου ἐπιμελητοῦ τῆς Δήλου, [[αὐτόθι]] 2286-8 2293 κ. ἀλλ. II. ἐπὶ ἐπιμελητῶν οἷς ἀνετέθη ὑπὸ τῆς πόλεως ἡ [[ἐπιστασία]] πράγματός τινος, 1) ἐπὶ ἱερῶν κτημάτων ἢ πραγμάτων ἐν γένει, οὔτ’ ἐπιμελητὴς ᾑρημένος Λυσ. 7. 29, Συλλ. Ἐπιγρ. 108, 109· τῶν μυστηρίων Δημ. 570. 7· εἰς τὰ [[Διονύσια]] ὁ αὐτ. 519. 17. 2) ἐπὶ τῶν [[ἕνδεκα]], ἐπ. τῶν κακούργων Ἀντιφῶν 131. 26. 3) ἐπὶ τῶν ἀρχηγῶν τῶν φυλῶν, Δημ. 512. 2. Συλλ. Ἐπιγρ. 104, 213· οἱ ἐν ταῖς συμμορίαις ἐπ. Δημ. 1145. 15. 4) τῶν νεωρίων ὁ αὐτ. 612. 21· ἐπ. τοῦ ἐμπορίου ὁ αὐτ. 1324. 28, Δείναρχ. 106. 20· ἐμπορίου δ’ ἐπιμελητὰς [[δέκα]] κληροῦσι Ἀριστ. Ἀθηναίων Πολ. σ. 73.14 (ἔκδ. Blass)· τοῦ λιμένος, [[λιμενάρχης]], Συλλ. Ἐπιγρ. 124. 19· ἐπιθεωρητὴς σταθμῶν καὶ μέτρων, [[αὐτόθι]] 123· ἐπιτηρητὴς τῶν γυμνασίων, 353. 12· ὁ τοῦ πρυτανείου 575· κρηνῶν Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 8, 5, Ἀθην. Πολ. σ. 62. 3· πυλῶν τε καὶ τειχῶν φυλακῆς [[αὐτόθι]] 14· ὁδῶν Συλλ. Ἐπιγρ. 2638, κλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> qui prend soin de, chargé du soin de, gén.;<br /><b>2</b> <i>abs.</i> administrateur, directeur, gouverneur ; <i>particul. à Athènes</i> préposé à, commissaire, intendant (à la célébration des mystères, aux arsenaux, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιμελέομαι]]. | |||
}} | }} |