Anonymous

ἐπίκληρος: Difference between revisions

From LSJ
13
(Bailly1_2)
(13)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> qui hérite de tout le bien : ἡ [[ἐπίκληρος]] fille épiclère <i>ou</i> héritière unique;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> héritier de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[κλῆρος]].
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> qui hérite de tout le bien : ἡ [[ἐπίκληρος]] fille épiclère <i>ou</i> héritière unique;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> héritier de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[κλῆρος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπίκληρος]] και δωρ. τ. [[ἐπίκλαρος]], η (Α) [[κλήρος]]<br /><b>1.</b> [[μοναχοκόρη]] που κληρονομούσε όλη την πατρική [[περιουσία]] και την οποία σύμφωνα με τον νόμο έπρεπε να τήν παντρευτεί ο [[πλησιέστερος]] [[συγγενής]] («νῡν δ’ [[ἔξεστι]] δοῡναί τε τὴν ἐπίκληρον ὅτω ἂν βούληται», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> ([[κατά]] Θωμ. Μάγιστρ.) «[[ἐπίκληρος]] καὶ ἐπὶ ἀρσενικοῡ καὶ ἐπὶ θηλυκοῡ, ὁ ἐπὶ πάσῃ τῇ πατρικῇ περιουσίᾳ καταλελειμμένος παῑς»<br /><b>3.</b> (γενικώς) [[κληρονόμος]]<br /><b>4.</b> <b>αστρολ.</b> <b>πιθ.</b> [[έγκληρος]].
}}
}}