3,277,206
edits
(6_6) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπίκληρος''': Δωρ. -κλᾱρος, ἡ, [[κληρονόμος]], Ἀριστοφ. Ὄρν. 1653, Σφ. 583, Ἀνδοκ. 16. 7 κ. ἀλλ., Λυσ. 176. 22· [[ὥσπερ]] ἐπικλήρου ἀμφισβητήσων ἥκει Λυσ. 169. 29. ― Ἐν Ἀθήναις ὁ [[πλησιέστερος]] ἄρρην συγγενὴς εἶχε τὸ [[δικαίωμα]] νὰ νυμφευθῇ κόρην κληρονόμον περιουσίας, ἤ, ἂν ἡ [[κληρονομία]] αὐτῆς ἦτο μικρά, ἦτο [[ὑπόχρεως]] διὰ νόμου ἢ νὰ νυμφευθῇ αὐτήν, ἢ νὰ τὴν προικίσῃ ἐκ τῆς ἰδίας [[αὐτοῦ]] περιουσίας· ― διὰ νὰ νυμφευθῇ δὲ αὐτὴν ἐλάμβανε τὴν ἄδειαν νὰ χωρισθῇ τὴν ὑπάρχουσαν γυναῖκα [[αὐτοῦ]]· καὶ ἐν περιπτώσει καθ’ ἣν πολλοὶ ἐφιλονίκουν [[ὅπως]] νυμφευθῶσιν αὐτήν, ἡ [[ὑπόθεσις]] ἐδικάζετο ἐν τῷ δικαστηρίῳ, [[ὁπότε]] ἡ [[κληρονόμος]] ὠνομάζετο καὶ [[ἐπίδικος]] (ἴδε τὴν λέξιν), Ἰσαῖος ἐν τῷ «περὶ Πύρρου κλήρου» καὶ ἐν τῷ «περὶ τοῦ Κίρωνος κλήρου», Ἁρποκρ., πρβλ. Λεξ. τῶν Ἀρχαιοτήτων ἐν λ.· ἐπικλήρου κακώσεως, αὗται δ’ εἰσὶ κατὰ τῶν ἐπιτρόπων καὶ τῶν συνοικούντων Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. σ. 82. 15 (ἔκδ. Blass), Ἀνδοκ. 1. 121. ― Περὶ τοῦ Σπαρτιατικοῦ νόμου περὶ τῶν ἐπικλήρων, ἴδε Ἀριστ. Πολ. 2. 9, 15, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2448. ΙΙΙ 31. 2) [[μετὰ]] δοτ., ἐπ. τῇ ἀρχῇ, [[κληρονόμος]] τῆς βασιλείας, Διον. Ἁλ. 1. 70· καὶ [[μετὰ]] γεν., ἐπ. οὐσίας [[μεγάλης]] Πλουτ. Κλεομ. 1. ΙΙ. ἐν Πλάτ. Νόμ. 630Ε, φαίνεται ὅτι σημαίνει προσδόκιμον κληρονομίαν. ― Καθ’ Ἡσύχ. «[[ἐπίκληρος]]· [[ἐνούσιος]]. γυνὴ [[δέσποινα]], εἰς ἣν κατήντησαν πολλοὶ κλῆροι». | |lstext='''ἐπίκληρος''': Δωρ. -κλᾱρος, ἡ, [[κληρονόμος]], Ἀριστοφ. Ὄρν. 1653, Σφ. 583, Ἀνδοκ. 16. 7 κ. ἀλλ., Λυσ. 176. 22· [[ὥσπερ]] ἐπικλήρου ἀμφισβητήσων ἥκει Λυσ. 169. 29. ― Ἐν Ἀθήναις ὁ [[πλησιέστερος]] ἄρρην συγγενὴς εἶχε τὸ [[δικαίωμα]] νὰ νυμφευθῇ κόρην κληρονόμον περιουσίας, ἤ, ἂν ἡ [[κληρονομία]] αὐτῆς ἦτο μικρά, ἦτο [[ὑπόχρεως]] διὰ νόμου ἢ νὰ νυμφευθῇ αὐτήν, ἢ νὰ τὴν προικίσῃ ἐκ τῆς ἰδίας [[αὐτοῦ]] περιουσίας· ― διὰ νὰ νυμφευθῇ δὲ αὐτὴν ἐλάμβανε τὴν ἄδειαν νὰ χωρισθῇ τὴν ὑπάρχουσαν γυναῖκα [[αὐτοῦ]]· καὶ ἐν περιπτώσει καθ’ ἣν πολλοὶ ἐφιλονίκουν [[ὅπως]] νυμφευθῶσιν αὐτήν, ἡ [[ὑπόθεσις]] ἐδικάζετο ἐν τῷ δικαστηρίῳ, [[ὁπότε]] ἡ [[κληρονόμος]] ὠνομάζετο καὶ [[ἐπίδικος]] (ἴδε τὴν λέξιν), Ἰσαῖος ἐν τῷ «περὶ Πύρρου κλήρου» καὶ ἐν τῷ «περὶ τοῦ Κίρωνος κλήρου», Ἁρποκρ., πρβλ. Λεξ. τῶν Ἀρχαιοτήτων ἐν λ.· ἐπικλήρου κακώσεως, αὗται δ’ εἰσὶ κατὰ τῶν ἐπιτρόπων καὶ τῶν συνοικούντων Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. σ. 82. 15 (ἔκδ. Blass), Ἀνδοκ. 1. 121. ― Περὶ τοῦ Σπαρτιατικοῦ νόμου περὶ τῶν ἐπικλήρων, ἴδε Ἀριστ. Πολ. 2. 9, 15, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2448. ΙΙΙ 31. 2) [[μετὰ]] δοτ., ἐπ. τῇ ἀρχῇ, [[κληρονόμος]] τῆς βασιλείας, Διον. Ἁλ. 1. 70· καὶ [[μετὰ]] γεν., ἐπ. οὐσίας [[μεγάλης]] Πλουτ. Κλεομ. 1. ΙΙ. ἐν Πλάτ. Νόμ. 630Ε, φαίνεται ὅτι σημαίνει προσδόκιμον κληρονομίαν. ― Καθ’ Ἡσύχ. «[[ἐπίκληρος]]· [[ἐνούσιος]]. γυνὴ [[δέσποινα]], εἰς ἣν κατήντησαν πολλοὶ κλῆροι». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> qui hérite de tout le bien : ἡ [[ἐπίκληρος]] fille épiclère <i>ou</i> héritière unique;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> héritier de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[κλῆρος]]. | |||
}} | }} |