Anonymous

ἐπίνοστος: Difference between revisions

From LSJ
13
(6_14)
(13)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίνοστος''': ὁ ἐπὶ νόστῳ, ᾠδὴ Ἡσύχ. ἐν λ. [[ἱμαῖος]].
|lstext='''ἐπίνοστος''': ὁ ἐπὶ νόστῳ, ᾠδὴ Ἡσύχ. ἐν λ. [[ἱμαῖος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπίνοστος]], -ον (Α)<br />αυτός που γίνεται για τον νόστο, για την [[επιστροφή]] («ᾠδὴ [[ἐπίνοστος]]», <b>Ησύχ.</b>).
}}
}}