ἐπίνοστος

From LSJ

λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίνοστος Medium diacritics: ἐπίνοστος Low diacritics: επίνοστος Capitals: ΕΠΙΝΟΣΤΟΣ
Transliteration A: epínostos Transliteration B: epinostos Transliteration C: epinostos Beta Code: e)pi/nostos

English (LSJ)

ἐπίνοστον, for a return, ᾠδή Hsch. s.v. ἱμαῖος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίνοστος: ὁ ἐπὶ νόστῳ, ᾠδὴ Ἡσύχ. ἐν λ. ἱμαῖος.

Greek Monolingual

ἐπίνοστος, -ον (Α)
αυτός που γίνεται για τον νόστο, για την επιστροφή («ᾠδὴ ἐπίνοστος», Ησύχ.).