Anonymous

ἐπιτακτός: Difference between revisions

From LSJ
14
(SL_1)
(14)
Line 4: Line 4:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>ἐπῐτακτός</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> appointed ἐξεπόνησ' ἐπιτακτὸν ἀνὴρ [[μέτρον]] (P. 4.236)
|sltr=<b>ἐπῐτακτός</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> appointed ἐξεπόνησ' ἐπιτακτὸν ἀνὴρ [[μέτρον]] (P. 4.236)
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἐπίτακτος]], -ον) [[επιτάσσω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει επιταχθεί, κατασχεθεί από την [[πολιτεία]] σε ώρα επιστρατεύσεως ή άλλης έκτακτης ανάγκης («επίτακτα σπίτια, αυτοκίνητα, πλοία» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο αυστηρά καθορισμένος, [[επιβεβλημένος]], προδιαγεγραμμένος («ἐπιτακτόν... [[μέτρον]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για εφεδρικό στρατό) ο τοποθετημένος στα [[μετόπισθεν]] («καὶ τους σκευοφόρους ἐντὸς τούτων τῶν ἐπιτάκτων ἐποιήσαντο», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τά ἐπίτακτα</i><br />οι διαταγές, οι προσταγές.
}}
}}