Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπιτακτός

From LSJ
Pindar, Pythian, 8.95f.

German (Pape)

[Seite 989] adj. verb. zu ἐπιτάσσω, aufgetragen, befohlen, μέτρον Pind. P. 4, 236 u. A. – Bei Thuc. 6, 67 sind οἱ ἐπίτακτοι die hinten aufgestellten Reservetruppen, wie Plut. Sull. 18 σπεῖραι ἐπίτακτοι. Vgl. ἐπίταγμα.

English (Slater)

ἐπῐτακτός appointed ἐξεπόνησ' ἐπιτακτὸν ἀνὴρ μέτρον (P. 4.236)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἐπίτακτος, -ον) επιτάσσω
νεοελλ.
αυτός που έχει επιταχθεί, κατασχεθεί από την πολιτεία σε ώρα επιστρατεύσεως ή άλλης έκτακτης ανάγκης («επίτακτα σπίτια, αυτοκίνητα, πλοία» κ.λπ.)
αρχ.
1. ο αυστηρά καθορισμένος, επιβεβλημένος, προδιαγεγραμμένος («ἐπιτακτόν... μέτρον», Πίνδ.)
2. (για εφεδρικό στρατό) ο τοποθετημένος στα μετόπισθεν («καὶ τους σκευοφόρους ἐντὸς τούτων τῶν ἐπιτάκτων ἐποιήσαντο», Θουκ.)
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά ἐπίτακτα
οι διαταγές, οι προσταγές.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτακτός: указанный, предписанный (μέτρον Pind.).