Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπιτιμητικός: Difference between revisions

From LSJ
14
(Bailly1_2)
(14)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />enclin à blâmer.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιτιμάω]].
|btext=ή, όν :<br />enclin à blâmer.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιτιμάω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐπιτιμητικός]], -ή -όν) [[επιτιμητής]]<br />ο [[κατάλληλος]] για [[επιτίμηση]], αυτός που γίνεται για [[επίπληξη]] («[[[τέλος]]] [[νουθέτησις]] [[λόγος]] ἐπιτιμητικὸς ἀπὸ γνώμης», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που του αρέσει να κατηγορεί, ο [[φιλοκατήγορος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>επιτιμητικώς</i> και -<i>ά</i><br />με επιτιμητικό τρόπο, επικριτικά, αποδοκιμαστικά.
}}
}}