ἐπιτιμητικός
English (LSJ)
ἐπιτιμητική, ἐπιτιμητικόν, censorious, critical, Luc. JTr.23; λόγος ἐ. Pl.Def.416 fin.; σχῆμα D.H.Th.44; ἐμειδίασεν-ητικόν Aristaenet.1.4; προσβλέψας ἡμῖν -κόν τι Gal.8.655.
German (Pape)
[Seite 994] ή, όν, zum Strafen, Tadeln gehörig, tadelnd, λόγος Plat. defin. 416; vom Momos, zum Tadel geneigt, Luc. Iov. trag. 23; a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
enclin à blâmer.
Étymologie: ἐπιτιμάω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιτῑμητικός:
1 порицательный, порицающий (λόγος Plat.);
2 склонный порицать, придирчивый (sc. Μῶμος Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτῑμητικός: ή όν, ὁ ἐπιτιμῶν ἢ ἀγαπῶν νὰ ἐπιτιμᾷ, Λουκ. Ζεὺς Τραγ. 23· λόγος ἐπ. Ὄροι Πλάτ. 416 ἐν τέλει. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Ἰω. Χρυσ. τ. 2. σ. 328, 26, κλ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἐπιτιμητικός, -ή -όν) επιτιμητής
ο κατάλληλος για επιτίμηση, αυτός που γίνεται για επίπληξη («(τέλος) νουθέτησις λόγος ἐπιτιμητικὸς ἀπὸ γνώμης», Πλάτ.)
αρχ.
αυτός που του αρέσει να κατηγορεί, ο φιλοκατήγορος.
επίρρ...
επιτιμητικώς και -ά
με επιτιμητικό τρόπο, επικριτικά, αποδοκιμαστικά.