Anonymous

ἐπιχείρημα: Difference between revisions

From LSJ
14
(Bailly1_2)
(14)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> entreprise, <i>particul.</i> entreprise militaire, attaque;<br /><b>2</b> brève argumentation ; <i>particul.</i> épichérème, sorte de syllogisme.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιχειρέω]].
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> entreprise, <i>particul.</i> entreprise militaire, attaque;<br /><b>2</b> brève argumentation ; <i>particul.</i> épichérème, sorte de syllogisme.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιχειρέω]].
}}
{{grml
|mltxt=το (AM [[ἐπιχείρημα]]) [[επιχειρώ]]<br /><b>1.</b> [[εγχείρημα]], [[τόλμημα]], τολμηρή [[πράξη]] ή [[απόπειρα]]<br /><b>2.</b> στρατιωτική [[ενέργεια]] [[εναντίον]] του εχθρού<br /><b>3.</b> σύντομη [[απόδειξη]] με [[αιτιολογία]], [[διατύπωση]] σκέψης με [[μορφή]] συλλογισμού ο [[οποίος]] στηρίζεται στα απαραίτητα αποδεικτικά στοιχεία<br /><b>αρχ.</b><br />[[βάση]], [[ορμητήριο]] για στρατιωτικές επιχειρήσεις.
}}
}}