3,277,218
edits
(6_22) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιχείρημα''': τό, ὡς καὶ νῦν, ἰδίως στρατιωτικόν, Θουκ. 7. 47, Ξεν. Ἑλλ. 1. 2. 6, κτλ.· ἐπ. ἐπιχειρεῖν Πλάτ. Ἀλκ. α΄, 113C· πολλὴ [[μωρία]] καὶ τοῦ ἐπ. ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 317B. 2) τὸ [[σημεῖον]] τὸ χρησιμεῦον ὡς βάσις τῶν ἐνεργειῶν [[ἐναντίον]] ἐχθροῦ, Ἀππ. Συρ. 52· ἐν τῇ λογικῇ τοῦ Ἀριστ., ἐπιχειρουμένη [[ἀπόδειξις]], οἵας γίνεται [[χρῆσις]] ἐν τῇ Διαλεκτικῇ καὶ ἥτις [[εἶναι]] σύντομός τις μετ’ αἰτιολογίας [[ἀπόδειξις]] ([[φιλοσόφημα]]), Ἀριστ. Τοπ. 8. 11, 12 κ. ἀλλ., πρβλ. Trendelenb. Λογ. Ἀριστ. σ. 100· [[οὕτως]] ἐν τῇ Ρητορικῇ, Διον. Ἁλ. πρὸς Ἀμμαῖον 1. 8. | |lstext='''ἐπιχείρημα''': τό, ὡς καὶ νῦν, ἰδίως στρατιωτικόν, Θουκ. 7. 47, Ξεν. Ἑλλ. 1. 2. 6, κτλ.· ἐπ. ἐπιχειρεῖν Πλάτ. Ἀλκ. α΄, 113C· πολλὴ [[μωρία]] καὶ τοῦ ἐπ. ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 317B. 2) τὸ [[σημεῖον]] τὸ χρησιμεῦον ὡς βάσις τῶν ἐνεργειῶν [[ἐναντίον]] ἐχθροῦ, Ἀππ. Συρ. 52· ἐν τῇ λογικῇ τοῦ Ἀριστ., ἐπιχειρουμένη [[ἀπόδειξις]], οἵας γίνεται [[χρῆσις]] ἐν τῇ Διαλεκτικῇ καὶ ἥτις [[εἶναι]] σύντομός τις μετ’ αἰτιολογίας [[ἀπόδειξις]] ([[φιλοσόφημα]]), Ἀριστ. Τοπ. 8. 11, 12 κ. ἀλλ., πρβλ. Trendelenb. Λογ. Ἀριστ. σ. 100· [[οὕτως]] ἐν τῇ Ρητορικῇ, Διον. Ἁλ. πρὸς Ἀμμαῖον 1. 8. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> entreprise, <i>particul.</i> entreprise militaire, attaque;<br /><b>2</b> brève argumentation ; <i>particul.</i> épichérème, sorte de syllogisme.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιχειρέω]]. | |||
}} | }} |