Anonymous

ἐπιτακτικός: Difference between revisions

From LSJ
14
(Bailly1_2)
(14)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne le commandement.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπίτακτος]].
|btext=ή, όν :<br />qui concerne le commandement.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπίτακτος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐπιτακτικός]], -ή, -όν) [[επιτάκτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται με [[εντολή]]<br /><b>2.</b> (συνταγμ. δίκ.) «επιτακτική [[εντολή]]» — η [[εντολή]] από τους εκλογείς της περιφερείας του σ’ έναν βουλευτή για να τους αντιπροσωπεύει<br /><b>3.</b> αυτός που η [[εκτέλεση]] ή επίλυσή του δεν επιδέχεται [[παραμέληση]] ή [[αναβολή]], [[αναπόφευκτος]], απολύτως [[αναγκαίος]] («επιτακτική [[ανάγκη]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ικανός]] να επιτάσσει, αυτός που ασκεί [[εξουσία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἐπιτακτική [[τέχνη]]» — η [[τέχνη]] να δίνει [[κανείς]] εντολές, να επιτάσσει (<b>Πλάτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>επιτακτικώς</i> και -<i>ά</i><br />με τρόπο προστακτικό, πιεστικά.
}}
}}