Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπιτακτικός

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτακτικός Medium diacritics: ἐπιτακτικός Low diacritics: επιτακτικός Capitals: ΕΠΙΤΑΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: epitaktikós Transliteration B: epitaktikos Transliteration C: epitaktikos Beta Code: e)pitaktiko/s

English (LSJ)

ἐπιτακτική, ἐπιτακτικόν, commanding, authoritative, Arist.EN1143a8; ἡ ἐ. τέχνη the art or faculty of command, Pl.Plt. 260csq.; so τὸ ἐ. μέρος ib.b. Adv. ἐπιτακτικῶς D.S.15.40.

German (Pape)

[Seite 989] ή, όν, befehlend, gebietend; ἡ ἐπιτακτικὴ τέχνη, die Kunst des Gebietens, Plat. Polit. 260 c, öfter; τὸ περὶ τὰ ζῷα ἐπιτακτικόν 261 c.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne le commandement.
Étymologie: ἐπίτακτος.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτακτικός: приказывающий, распоряжающийся (φρόνησις Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτακτικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιτάσσων, ὁ ἐξουσίαν ἀσκῶν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 10, 1· ἡ ἐπιτακτικὴ τέχνη, ἡ τέχνη τοῦ ἐπιτάσσειν, Πλάτ. Πολιτικ. 260C κἑξ.· οὕτω, τὸ -κὸν αὐτόθι. ― Ἐπίρρ. -κῶς Διοδ. Ἐκλογ. 619. 80.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐπιτακτικός, -ή, -όν) επιτάκτης
νεοελλ.
1. αυτός που γίνεται με εντολή
2. (συνταγμ. δίκ.) «επιτακτική εντολή» — η εντολή από τους εκλογείς της περιφερείας του σ’ έναν βουλευτή για να τους αντιπροσωπεύει
3. αυτός που η εκτέλεση ή επίλυσή του δεν επιδέχεται παραμέληση ή αναβολή, αναπόφευκτος, απολύτως αναγκαίος («επιτακτική ανάγκη»)
αρχ.
1. ο ικανός να επιτάσσει, αυτός που ασκεί εξουσία
2. φρ. «ἐπιτακτική τέχνη» — η τέχνη να δίνει κανείς εντολές, να επιτάσσει (Πλάτ.).
επίρρ...
επιτακτικώς και -ά
με τρόπο προστακτικό, πιεστικά.