ἐπιτακτικός
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ἐπιτακτική, ἐπιτακτικόν, commanding, authoritative, Arist.EN1143a8; ἡ ἐ. τέχνη the art or faculty of command, Pl.Plt. 260csq.; so τὸ ἐ. μέρος ib.b. Adv. ἐπιτακτικῶς D.S.15.40.
German (Pape)
[Seite 989] ή, όν, befehlend, gebietend; ἡ ἐπιτακτικὴ τέχνη, die Kunst des Gebietens, Plat. Polit. 260 c, öfter; τὸ περὶ τὰ ζῷα ἐπιτακτικόν 261 c.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne le commandement.
Étymologie: ἐπίτακτος.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιτακτικός: приказывающий, распоряжающийся (φρόνησις Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτακτικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιτάσσων, ὁ ἐξουσίαν ἀσκῶν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 10, 1· ἡ ἐπιτακτικὴ τέχνη, ἡ τέχνη τοῦ ἐπιτάσσειν, Πλάτ. Πολιτικ. 260C κἑξ.· οὕτω, τὸ -κὸν αὐτόθι. ― Ἐπίρρ. -κῶς Διοδ. Ἐκλογ. 619. 80.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἐπιτακτικός, -ή, -όν) επιτάκτης
νεοελλ.
1. αυτός που γίνεται με εντολή
2. (συνταγμ. δίκ.) «επιτακτική εντολή» — η εντολή από τους εκλογείς της περιφερείας του σ’ έναν βουλευτή για να τους αντιπροσωπεύει
3. αυτός που η εκτέλεση ή επίλυσή του δεν επιδέχεται παραμέληση ή αναβολή, αναπόφευκτος, απολύτως αναγκαίος («επιτακτική ανάγκη»)
αρχ.
1. ο ικανός να επιτάσσει, αυτός που ασκεί εξουσία
2. φρ. «ἐπιτακτική τέχνη» — η τέχνη να δίνει κανείς εντολές, να επιτάσσει (Πλάτ.).
επίρρ...
επιτακτικώς και -ά
με τρόπο προστακτικό, πιεστικά.