Anonymous

ἐργασία: Difference between revisions

From LSJ
14
(T22)
(14)
Line 27: Line 27:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=ἐργασίας, ἡ, ([[ἐργάζομαι]];<br /><b class="num">1.</b> equivalent to τό ἐργάζεσθαι, a [[working]], performing: ἀκαθαρσίας, [[work]], [[business]]: [[Xenophon]], oec. 6,8, et al.).<br /><b class="num">3.</b> [[gain]] got by [[work]], [[profit]]: παρέχειν ἐργασίαν τίνι, [[Xenophon]], mem. 3,10, 1; cyneg. 3,3; [[Polybius]] 4,50, 3).<br /><b class="num">4.</b> endeavor, pains (A. V. [[diligence]]): [[δίδωμι]] ἐργασίαν, [[after]] the Latinism operam do, Hermog. de [[invent]]. 3,5, 7).
|txtha=ἐργασίας, ἡ, ([[ἐργάζομαι]];<br /><b class="num">1.</b> equivalent to τό ἐργάζεσθαι, a [[working]], performing: ἀκαθαρσίας, [[work]], [[business]]: [[Xenophon]], oec. 6,8, et al.).<br /><b class="num">3.</b> [[gain]] got by [[work]], [[profit]]: παρέχειν ἐργασίαν τίνι, [[Xenophon]], mem. 3,10, 1; cyneg. 3,3; [[Polybius]] 4,50, 3).<br /><b class="num">4.</b> endeavor, pains (A. V. [[diligence]]): [[δίδωμι]] ἐργασίαν, [[after]] the Latinism operam do, Hermog. de [[invent]]. 3,5, 7).
}}
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἐργασία]])<br /><b>1.</b> σωματική ή πνευματική [[ενέργεια]] για [[παραγωγή]] έργου, δουλειά (α. «οι εργασίες της Βουλής» β. «τὴν δ’ ἐργασίαν καὶ τὴν ἐπιμέλειαν οὐδὲν χρήσιμα», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> το [[έργο]] με το οποίο ασχολείται [[κάποιος]] [[συνεχώς]], βιοποριστικό [[επάγγελμα]] («κερδίζει [[πολλά]] από την [[εργασία]] του»)<br /><b>3.</b> το [[αποτέλεσμα]] καλλιτεχνικής, επιστημονικής ή άλλης εργασίας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[τεχνοτροπία]] της κατασκευής («καλλιτεχνική [[εργασία]]»)<br /><b>2.</b> ο [[κόπος]], η [[αμοιβή]] που καταβάλλεται για την [[εκτέλεση]] ενός έργου («πλήρωσα μόνο την [[εργασία]]<br />τα υλικά ήταν δικά μου»)<br /><b>3.</b> [[έργο]] που ανέλαβε ή εποπτεύει [[κάποιος]] («τελευταία ανέλαβε πολλές εργασίες»)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ενέργεια]], [[πράξη]]<br /><b>2.</b> [[ασχολία]], [[απασχόληση]]<br /><b>3.</b> [[τρόπος]] ή [[ωράριο]] λειτουργίας<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[εκτέλεση]], [[επεξεργασία]], [[κατασκευή]] («ἡ τῆς ἐσθῆτος ἐκ τῶν ἐρίων [[ἐργασία]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έργο]], [[λειτουργία]]<br /><b>2.</b> [[κατεργασία]] ύλης («χαλκοῡ ἐργασίας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[καλλιέργεια]] της γης («τὰ περὶ κήπων ἐργασίας συγγράμματα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[πέψη]], [[χώνεψη]]<br /><b>5.</b> <b>γεν.</b> εμπορική [[επιχείρηση]], [[εμπόριο]] («ἐπὶ τῆς ἐργασίας ὢν τῆς κατὰ θάλατταν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>6.</b> το [[επάγγελμα]] της εταίρας<br /><b>7.</b> κέρδη από την [[εργασία]] («ἥτις ἐργασίαν πολλὴν παρεῑχε τοῑς κυρίοις αὐτῆς μαντευομένη», ΚΔ)<br /><b>8.</b> [[εξάσκηση]] μιας τέχνης («τῶν τεχνῶν τῶν μέν [[ἐργασία]] τὸ πολύ ἔστι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>9.</b> [[κατασκευή]], [[ανέγερση]] («τῶν τειχῶν ἀμφοτέρων αἱ ἐργασίαι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>10.</b> <b>γραμμ.</b> [[εκτέλεση]], [[επεξεργασία]]<br /><b>11.</b> όργανο, [[εργαλείο]]<br /><b>12.</b> [[συντεχνία]], [[σωματείο]] εργατών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[εργάζομαι]]. Ως δηλωτικό της ρηματικής ενέργειας το όνομα [[εργασία]] παρακολουθεί τις σημασιολογικές εξελίξεις του [[εργάζομαι]] <b>βλ. λ.</b>. Στη Νέα Ελληνική το [[εργασία]] διατήρησε τη [[σημασία]] της πνευματικής ή χειρωνακτικής ενέργειας για βιοποριστικούς [[κυρίως]] σκοπούς, ενώ το συνώνυμό του <i>δουλειά</i> εξελίχθηκε σε γενικότερο όρο αποκτώντας επί [[πλέον]] τέτοιες σημασίες όπως «επιδιωκόμενος [[σκοπός]]» (<i>αυτό δεν κάνει για τη δουλειά σου</i>), «[[πράγμα]] που αφορά κάποιον» (<i>αυτό δεν [[είναι]] δουλειά δική σου</i>) και «[[μπελάς]], [[πρόβλημα]]» (<i>αυτό το [[σπυράκι]] θα σου ανοίξει δουλειές</i>). Το [[έργο]], [[τέλος]], δηλώνει όχι τη ρηματική [[ενέργεια]] [[αλλά]] το αποτέλεσμά της].
}}
}}