Anonymous

ἐργάσιμος: Difference between revisions

From LSJ
14
(Bailly1_2)
(14)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qu’on peut travailler, exploiter ; <i>particul.</i> qu’on peut cultiver ; τὰ ἐργάσιμα XÉN terre labourable.<br />'''Étymologie:''' [[ἐργάζομαι]].
|btext=ος, ον :<br />qu’on peut travailler, exploiter ; <i>particul.</i> qu’on peut cultiver ; τὰ ἐργάσιμα XÉN terre labourable.<br />'''Étymologie:''' [[ἐργάζομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐργάσιμος]], -ον και -ος, -η, -ον) [[εργασία]]<br />ο [[χρόνος]] [[κατά]] τον οποίο οφείλει ή μπορεί να εργάζεται [[κανείς]] («εργάσιμες ώρες γραφείου»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(για γη) [[καλλιεργήσιμος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που επιδέχεται [[κατεργασία]] («ἐν παντὶ σκεύει ἐργασίμῳ δέρματος», ΠΔ)<br /><b>2.</b> [[εργατικός]], [[δουλευτής]]<br /><b>3.</b> (για [[πόρνη]]) αυτή που δουλεύει με το [[σώμα]] της<br /><b>4.</b> [[ενεργητικός]], [[δραστήριος]]<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐργάσιμον</i><br />α) [[τιμή]], [[δαπάνη]] κατασκευής, [[κόστος]]<br />β) η εργατική [[τάξη]].
}}
}}