Anonymous

ἐργάσιμος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_17)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐργάσιμος''': -ον, καὶ η, ον, ὁ ἐπιδεκτικὸς ἐργασίας, ὁ χρησιμεύων πρὸς ἐργασίαν, λίθοι Πλούτ. 2. 701C· ξύλα [[Πολυδ]]. Η΄ 109· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ γῆς, ἐργ. χωρία, ἀρόσιμα, Πλάτ. Νόμ. 639Α, 958D. οὕτω, τὰ ἐργ. Ξεν. Κύρ. 1. 4, 16, κτλ.· τὰ τεμένη ὅσα… θεμιτόν ἐστιν ἐργάσιμα ποιεῖν Συλλ. Ἐπιγρ. 103. 17· ἡ ἐργ. (δηλ. γῆ) Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6.3, 5. 2) [[ἐργάσιμος]] [[ἡμέρα]], [[ἡμέρα]] καθ’ ἣν δύναταί τις ἢ ἐπιτρέπεται νὰ ἐργασθῇ, Ἑβδ. (Α΄, Βασιλ. Κ΄, 19). ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἐργαζόμενος πρὸς πορισμόν, τὸ ἐργάσιμον, οἱ ἐργαζόμενοι, ἡ ἐργατικὴ [[τάξις]], Ἀππ. Ἐμφυλ. 3. 72· ἰδίως ἐπὶ ἑταιρῶν, Ἀρτεμιδ. 1. 80. 2) [[δραστήριος]], [[θρασύτης]] Ὀρφ. Ὕμν. 59. 7.
|lstext='''ἐργάσιμος''': -ον, καὶ η, ον, ὁ ἐπιδεκτικὸς ἐργασίας, ὁ χρησιμεύων πρὸς ἐργασίαν, λίθοι Πλούτ. 2. 701C· ξύλα [[Πολυδ]]. Η΄ 109· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ γῆς, ἐργ. χωρία, ἀρόσιμα, Πλάτ. Νόμ. 639Α, 958D. οὕτω, τὰ ἐργ. Ξεν. Κύρ. 1. 4, 16, κτλ.· τὰ τεμένη ὅσα… θεμιτόν ἐστιν ἐργάσιμα ποιεῖν Συλλ. Ἐπιγρ. 103. 17· ἡ ἐργ. (δηλ. γῆ) Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6.3, 5. 2) [[ἐργάσιμος]] [[ἡμέρα]], [[ἡμέρα]] καθ’ ἣν δύναταί τις ἢ ἐπιτρέπεται νὰ ἐργασθῇ, Ἑβδ. (Α΄, Βασιλ. Κ΄, 19). ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἐργαζόμενος πρὸς πορισμόν, τὸ ἐργάσιμον, οἱ ἐργαζόμενοι, ἡ ἐργατικὴ [[τάξις]], Ἀππ. Ἐμφυλ. 3. 72· ἰδίως ἐπὶ ἑταιρῶν, Ἀρτεμιδ. 1. 80. 2) [[δραστήριος]], [[θρασύτης]] Ὀρφ. Ὕμν. 59. 7.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qu’on peut travailler, exploiter ; <i>particul.</i> qu’on peut cultiver ; τὰ ἐργάσιμα XÉN terre labourable.<br />'''Étymologie:''' [[ἐργάζομαι]].
}}
}}