Anonymous

ἐρίβομβος: Difference between revisions

From LSJ
14
(6_16)
(14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐρίβομβος''': -ον, [[μεγάλως]], ἰσχυρῶς βομβῶν, [[μέλισσα]] Ὀρφ. Ἀποσπ. 49.
|lstext='''ἐρίβομβος''': -ον, [[μεγάλως]], ἰσχυρῶς βομβῶν, [[μέλισσα]] Ὀρφ. Ἀποσπ. 49.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐρίβομβος]], -ον (Α)<br />αυτός που βουίζει [[δυνατά]] («ἐρίβομβοι μέλισσαι», <b>Ορφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ερι</i>- (επιτ. [[μόριο]]) <span style="color: red;">+</span> [[βόμβος]].
}}
}}