ἐρίβομβος

From LSJ

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρίβομβος Medium diacritics: ἐρίβομβος Low diacritics: ερίβομβος Capitals: ΕΡΙΒΟΜΒΟΣ
Transliteration A: eríbombos Transliteration B: eribombos Transliteration C: erivomvos Beta Code: e)ri/bombos

English (LSJ)

ἐρίβομβον, loud-buzzing, μέλισσαι Orph.Fr.154,189.

German (Pape)

[Seite 1027] sehr summend, die Biene, Orph. frg. 49.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρίβομβος: -ον, μεγάλως, ἰσχυρῶς βομβῶν, μέλισσα Ὀρφ. Ἀποσπ. 49.

Greek Monolingual

ἐρίβομβος, -ον (Α)
αυτός που βουίζει δυνατά («ἐρίβομβοι μέλισσαι», Ορφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + βόμβος.