Anonymous

ἔρεγμα: Difference between revisions

From LSJ
14
(6_21)
(14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔρεγμα''': τό, ([[ἐρείκω]]), = [[ἔριγμα]], Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 12. 12.
|lstext='''ἔρεγμα''': τό, ([[ἐρείκω]]), = [[ἔριγμα]], Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 12. 12.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἔρεγμα]] και [[ἔριγμα]], τὸ (Α)<br />τριμμένοι δημητριακοί καρποί, χοντροκοπανισμένα όσπρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ερείκω]] «[[σχίζω]], [[συντρίβω]]», με ανερμήνευτο το -<i>ε</i>- ([[αντί]] -<i>ει</i>-, <i>έρειγμα</i>)].
}}
}}