ἔρεγμα

From LSJ

Ἔρωτα παύει λιμὸς ἢ χαλκοῦ σπάνις → Amorem inopia nummi sedat aut fames → Die Liebe stillt der Hunger oder Geldmangel

Menander, Monostichoi, 156
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔρεγμα Medium diacritics: ἔρεγμα Low diacritics: έρεγμα Capitals: ΕΡΕΓΜΑ
Transliteration A: éregma Transliteration B: eregma Transliteration C: eregma Beta Code: e)/regma

English (LSJ)

-ατος, τό, bruised corn, Thphr. CP 4.12.12 (pl.); φακῶν ἐρέγματα Erot.

German (Pape)

[Seite 1023] τό (ἐρείκω), im plur., Theophr., geschrotene Hülfenfrüchte.

Greek (Liddell-Scott)

ἔρεγμα: τό, (ἐρείκω), = ἔριγμα, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 12. 12.

Greek Monolingual

ἔρεγμα και ἔριγμα, τὸ (Α)
τριμμένοι δημητριακοί καρποί, χοντροκοπανισμένα όσπρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερείκω «σχίζω, συντρίβω», με ανερμήνευτο το -ε- (αντί -ει-, έρειγμα)].