3,274,916
edits
(6_15) |
(14) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐρειψιπύλας''': ὁ, ὁ καταρρίπτων, κατακρημνίζων πύλας, ἐρειψιπύλαν παῖδα... Διὸς ἀργικεραύνου, πιθ. ἀναφ. εἰς τὴν ὑπὸ τοῦ Ἡρακλέους πολιορκίαν καὶ ἅλωσιν τῆς Τροίας, Βακχυλ. V. 56, πρβλ. [[ἐρειψίτοιχος]]. | |lstext='''ἐρειψιπύλας''': ὁ, ὁ καταρρίπτων, κατακρημνίζων πύλας, ἐρειψιπύλαν παῖδα... Διὸς ἀργικεραύνου, πιθ. ἀναφ. εἰς τὴν ὑπὸ τοῦ Ἡρακλέους πολιορκίαν καὶ ἅλωσιν τῆς Τροίας, Βακχυλ. V. 56, πρβλ. [[ἐρειψίτοιχος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐρειψιπύλας]], ὁ (Α)<br />αυτός που καταρρίπτει, που κατακρημνίζει τις πύλες («ἐρειψιπύλαν παῑδα... Διὸς ἀργικεραύνου», Βακχυλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έρειψις]] «[[γκρέμισμα]]» (<span style="color: red;"><</span> [[ερείπω]]) <span style="color: red;">+</span> <i>πύλας</i> (αιτ. πληθ. του [[πύλη]])]. | |||
}} | }} |