ἐρειψιπύλας
From LSJ
English (LSJ)
[ῠ], α, ὁ, overthrowing gates, B.5.56.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρειψιπύλας: ὁ, ὁ καταρρίπτων, κατακρημνίζων πύλας, ἐρειψιπύλαν παῖδα... Διὸς ἀργικεραύνου, πιθ. ἀναφ. εἰς τὴν ὑπὸ τοῦ Ἡρακλέους πολιορκίαν καὶ ἅλωσιν τῆς Τροίας, Βακχυλ. V. 56, πρβλ. ἐρειψίτοιχος.
Greek Monolingual
ἐρειψιπύλας, ὁ (Α)
αυτός που καταρρίπτει, που κατακρημνίζει τις πύλες («ἐρειψιπύλαν παῖδα... Διὸς ἀργικεραύνου», Βακχυλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έρειψις «γκρέμισμα» (< ερείπω) + πύλας (αιτ. πληθ. του πύλη)].