Anonymous

ἐριώδυνος: Difference between revisions

From LSJ
14
(6_15)
(14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐριώδυνος''': -ον, ([[ὀδύνη]]) [[πολυώδυνος]], [[λίαν]] [[ὀδυνηρός]], Μάξιμ. π. Καταρχ. 161· «ἐριωδύνου· μεγαλωδύνου» Ἡσύχ.
|lstext='''ἐριώδυνος''': -ον, ([[ὀδύνη]]) [[πολυώδυνος]], [[λίαν]] [[ὀδυνηρός]], Μάξιμ. π. Καταρχ. 161· «ἐριωδύνου· μεγαλωδύνου» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐριώδυνος]], -ον (Α)<br />αυτός που προκαλεί [[μεγάλη]] [[οδύνη]], πολύ [[οδυνηρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτ. [[μόριο]] <i>ερι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[οδύνη]]. Το <i>ω</i> λόγω του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει].
}}
}}