3,251,689
edits
(Bailly1_2) |
(14) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />du soir.<br />'''Étymologie:''' [[ἕσπερος]]. | |btext=ή, όν :<br />du soir.<br />'''Étymologie:''' [[ἕσπερος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό και σπερινός και [[σπερνός]] και εσπερνός, -ή, -ό (ΑΜ [[ἑσπερινός]], -ή, -όν) [[εσπέρα]]<br /><b>1.</b> ο [[βραδινός]], ο [[εσπέριος]]<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[εσπερινός]] (ενν. <i>ύμνος</i>)<br />η εκκλησιαστική [[ακολουθία]] [[γύρω]] στη [[δύση]] του ηλίου, η οποία υπάγεται στην ημερονύκτια [[προσευχή]] της επόμενης ημέρας και γι' αυτό ψάλλονται τροπάρια και [[απολυτίκιο]] της εορτής της επόμενης ημέρας<br /><b>μσν.</b><br />(το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) <i>τὸ ἑσπερινόν</i><br />το [[βράδυ]]. | |||
}} | }} |