Anonymous

ἐτυμολόγος: Difference between revisions

From LSJ
14
(6_15)
(14)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐτυμολόγος''': ον σπουδάζων τὴν ἐτυμολογίαν· ὡς οὐσιαστ., ἐτ., ὁ, ὁ ἐτυμολογῶν, Ἐτυμ. Μ., Varro L. L.
|lstext='''ἐτυμολόγος''': ον σπουδάζων τὴν ἐτυμολογίαν· ὡς οὐσιαστ., ἐτ., ὁ, ὁ ἐτυμολογῶν, Ἐτυμ. Μ., Varro L. L.
}}
{{grml
|mltxt=-ο (ΑΜ [[ἐτυμολόγος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που μελετά την [[ετυμολογία]] τών λέξεων<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[ετυμολόγος]]<br />ο [[επιστήμονας]] που ασχολείται με την [[ετυμολογία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>έτυμον</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>λογος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λέγω]])].
}}
}}