ἐτυμολόγος
From LSJ
Δίωκε δόξην καὶ ἀρετήν, φεῦγε δὲ ψόγον → Virtutem sequere et laudem, fuge famam malam → Verfolge Ruhm und Tüchtigkeit, doch Tadel flieh
English (LSJ)
ον, studying etymology; as substantive, ἐ., ὁ, etymologist, EM 199.24, Varro LL 6.39.
German (Pape)
[Seite 1053] ὁ, der die Etymologie treibt, E. M. u. Schol.
Greek (Liddell-Scott)
ἐτυμολόγος: ον σπουδάζων τὴν ἐτυμολογίαν· ὡς οὐσιαστ., ἐτ., ὁ, ὁ ἐτυμολογῶν, Ἐτυμ. Μ., Varro L. L.
Greek Monolingual
-ο (ΑΜ ἐτυμολόγος, -ον)
1. αυτός που μελετά την ετυμολογία τών λέξεων
2. το αρσ. ως ουσ. ο ετυμολόγος
ο επιστήμονας που ασχολείται με την ετυμολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτυμον + -λογος (< λέγω)].