3,273,446
edits
(6_11) |
(14) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐαισθησία''': ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ αἰσθάνεσθαί τι εὐκόλως, Πλάτ. Τίμ. 76D, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 10, 6. | |lstext='''εὐαισθησία''': ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ αἰσθάνεσθαί τι εὐκόλως, Πλάτ. Τίμ. 76D, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 10, 6. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[εὐαισθησία]]) [[ευαίσθητος]]<br />η [[ιδιότητα]] του ευαίσθητου, το να αισθάνεται [[κάποιος]] [[κάτι]] εύκολα, [[γρήγορα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[ευπάθεια]] («στομαχική [[ευαισθησία]]»)<br /><b>2.</b> η ψυχική [[ευπάθεια]], ο [[εύκολος]] [[επηρεασμός]] από ηθικές εντυπώσεις, η [[λεπτότητα]] τών αισθημάτων («η [[ευαισθησία]] του χαρακτήρα»)<br /><b>3.</b> η [[ιδιότητα]] που έχουν ορισμένα μηχανικά όργανα να επηρεάζεται εύκολα η [[μεγάλη]] τους [[ακρίβεια]] από ελάχιστη [[φυσική]] ή [[άλλη]] [[επίδραση]] («η [[ευαισθησία]] του ζυγού», «του θερμομέτρου»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ευαίσθητος]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή]. | |||
}} | }} |