εὐαισθησία

English (LSJ)

ἡ, quick sensibility, vigorous capacity of sensation, Pl. Ti.76d, Arist.PA656a16, Stoic.3.32, Aristeas 259, Ph.1.104, al., Gal. UP8.6, Iamb.Protr.2.

German (Pape)

[Seite 1055] ἡ, gute, gesunde Sinne, Plat. Tim. 76 d; Arist. part. an. 2, 10 u. Sp.

Russian (Dvoretsky)

εὐαισθησία:тонкая чувствительность Plat., Arst.

Greek (Liddell-Scott)

εὐαισθησία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ αἰσθάνεσθαί τι εὐκόλως, Πλάτ. Τίμ. 76D, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 10, 6.

Greek Monolingual

η (Α εὐαισθησία) ευαίσθητος
η ιδιότητα του ευαίσθητου, το να αισθάνεται κάποιος κάτι εύκολα, γρήγορα
νεοελλ.
η ευπάθεια («στομαχική ευαισθησία»)
2. η ψυχική ευπάθεια, ο εύκολος επηρεασμός από ηθικές εντυπώσεις, η λεπτότητα τών αισθημάτων («η ευαισθησία του χαρακτήρα»)
3. η ιδιότητα που έχουν ορισμένα μηχανικά όργανα να επηρεάζεται εύκολα η μεγάλη τους ακρίβεια από ελάχιστη φυσική ή άλλη επίδραση («η ευαισθησία του ζυγού», «του θερμομέτρου»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευαίσθητος. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή].

English (Woodhouse)

quickness to perceive