Anonymous

ἔτνος: Difference between revisions

From LSJ
1,031 bytes added ,  29 September 2017
14
(Bailly1_2)
(14)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />purée de légumes.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. ignorée.
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />purée de légumes.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. ignorée.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἔτνος]], τὸ (εσφ. [[γραφή]] ἕτνος) (Α)<br />[[πυκνός]] [[ζωμός]] με όσπρια, [[είδος]] πολτού ή χυλού οσπρίων («[[ἔτνος]] γε πίσινον εὔχρων καὶ καλόν» — [[σούπα]] από μπιζέλια, <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολογίας. Εικάζεται πιθ. [[συγγένεια]] με το μσν. αρχ. ιρλ. <i>eitne</i> «[[πυρήνας]]». Αν όντως πρόκειται για ΙΕ προελεύσεως [[λέξη]], η λ. σχηματίζεται με την παραγωγ. κατάλ. -<i>νος</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ετν</i>-<i>ηρός</i>, <i>ετν</i>-[[ίτης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> (Α' συνθετικό) <i>ετν</i>-<i>ήρυσις</i>, <i>ετν</i>-<i>οδόνος</i>].
}}
}}