Anonymous

εὔβλητος: Difference between revisions

From LSJ
14
(6_16)
(14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔβλητος''': -ον, εὐκόλως βαλλόμενος, εὐπρόσβλητος, Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 79, Συρ. 35.
|lstext='''εὔβλητος''': -ον, εὐκόλως βαλλόμενος, εὐπρόσβλητος, Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 79, Συρ. 35.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὔβλητος]], -ον (Α)<br />αυτός που βάλλεται εύκολα, ο [[ευπρόσβλητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[βλητός]] (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>από</i>-<i>βλητος</i>].
}}
}}