Anonymous

εὐδιάφθορος: Difference between revisions

From LSJ
14
(6_16)
(14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐδιάφθορος''': -ον, εὐκόλως φθειρόμενος, καταστρεφόμενος, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 6, 10, π. Ζ. Μορ. 4. 6, 4.
|lstext='''εὐδιάφθορος''': -ον, εὐκόλως φθειρόμενος, καταστρεφόμενος, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 6, 10, π. Ζ. Μορ. 4. 6, 4.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐδιάφθορος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που φθείρεται εύκολα<br /><b>2.</b> (για [[τροφή]]) αυτός που σαπίζει, που χαλάει εύκολα<br /><b>3.</b> αυτός που δωροδοκείται εύκολα («εὐδιαφθορώτεροι γὰρ ὀλίγοι τῶν πολλῶν», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>διαφθορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[διαφθείρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>διάφθορος</i>, <i>πολυ</i>-<i>διάφθορος</i>].
}}
}}