Anonymous

εὐδιάφθορος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(14)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐδιάφθορος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που φθείρεται εύκολα<br /><b>2.</b> (για [[τροφή]]) αυτός που σαπίζει, που χαλάει εύκολα<br /><b>3.</b> αυτός που δωροδοκείται εύκολα («εὐδιαφθορώτεροι γὰρ ὀλίγοι τῶν πολλῶν», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>διαφθορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[διαφθείρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>διάφθορος</i>, <i>πολυ</i>-<i>διάφθορος</i>].
|mltxt=[[εὐδιάφθορος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που φθείρεται εύκολα<br /><b>2.</b> (για [[τροφή]]) αυτός που σαπίζει, που χαλάει εύκολα<br /><b>3.</b> αυτός που δωροδοκείται εύκολα («εὐδιαφθορώτεροι γὰρ ὀλίγοι τῶν πολλῶν», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>διαφθορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[διαφθείρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>διάφθορος</i>, <i>πολυ</i>-<i>διάφθορος</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐδιάφθορος:''' легко подвергающийся порче или разрушению (ἔντομα, [[ὀλιγαρχία]] Arst.).
}}
}}