Anonymous

εὐεξία: Difference between revisions

From LSJ
15
(Bailly1_2)
(15)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />bonne constitution.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἔχω]].
|btext=ας (ἡ) :<br />bonne constitution.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἔχω]].
}}
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐεξία]]) [[ευεκτός]]<br />η καλή [[κατάσταση]] του σώματος, η καλή [[κατάσταση]] της υγείας («[[εὐεξία]] τῶν σωμάτων καὶ [[καχεξία]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />η καλή οικονομική [[κατάσταση]], η υλική [[ευημερία]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[επιδεξιότητα]], η [[ικανότητα]] («[[εὐεξία]] ἐν τοῑς πολεμικοῑς», <b>Πολ.</b>).
}}
}}