Anonymous

εὐεξία: Difference between revisions

From LSJ
4
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐεξία]]) [[ευεκτός]]<br />η καλή [[κατάσταση]] του σώματος, η καλή [[κατάσταση]] της υγείας («[[εὐεξία]] τῶν σωμάτων καὶ [[καχεξία]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />η καλή οικονομική [[κατάσταση]], η υλική [[ευημερία]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[επιδεξιότητα]], η [[ικανότητα]] («[[εὐεξία]] ἐν τοῑς πολεμικοῑς», <b>Πολ.</b>).
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐεξία]]) [[ευεκτός]]<br />η καλή [[κατάσταση]] του σώματος, η καλή [[κατάσταση]] της υγείας («[[εὐεξία]] τῶν σωμάτων καὶ [[καχεξία]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />η καλή οικονομική [[κατάσταση]], η υλική [[ευημερία]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[επιδεξιότητα]], η [[ικανότητα]] («[[εὐεξία]] ἐν τοῑς πολεμικοῑς», <b>Πολ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐεξία:''' ἡ ([[ἕξις]]), [[καλή]] [[κατάσταση]] του σώματος, [[καλή]] [[κατάσταση]] της υγείας, [[ευρωστία]], σε Πλάτ.· γενικά, [[ρώμη]], [[σφρίγος]], θαλερότητα, στον ίδ.
}}
}}