Anonymous

εὐεπιχείρητος: Difference between revisions

From LSJ
15
(6_18)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐεπιχείρητος''': -ον, ὃν εὐκόλως δύναται νὰ προσβάλῃ τις, εὐπρόσβλητος, [[Πολυδ]]. Α΄. 172. 2) εὐκόλως ἐπιχειρούμενος ἢ ἀποδεικνυόμενος, [[πρόβλημα]] Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 26, 1, πρβλ.. Τοπ. 2. 4, 1. ΙΙ. ὁ ἑτοίμως ἐπιχειρῶν τι, Διογ. Λ. 4. 30: - Ἐπίρρ. -τως, Ἱεροκλ. εἰς Πυθαγ. σ. 97.
|lstext='''εὐεπιχείρητος''': -ον, ὃν εὐκόλως δύναται νὰ προσβάλῃ τις, εὐπρόσβλητος, [[Πολυδ]]. Α΄. 172. 2) εὐκόλως ἐπιχειρούμενος ἢ ἀποδεικνυόμενος, [[πρόβλημα]] Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 26, 1, πρβλ.. Τοπ. 2. 4, 1. ΙΙ. ὁ ἑτοίμως ἐπιχειρῶν τι, Διογ. Λ. 4. 30: - Ἐπίρρ. -τως, Ἱεροκλ. εἰς Πυθαγ. σ. 97.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐεπιχείρητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο εύκολα μπορεί [[κάποιος]] να προσβάλει, ο [[ευπρόσβλητος]] («τοῡ δὲ τῆς πόλεως ἐδάφους εὐεπιχειρήτου», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που μπορεί να αποδειχθεί με επιχειρήματα («εὐεπιχείρητον [[πρόβλημα]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που εύκολα επιχειρεί [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>επι</i>-[[χειρώ]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αν</i>-<i>επι</i>-<i>χείρητος</i>, <i>δυσ</i>-<i>επι</i>-<i>χείρητος</i>)].
}}
}}