Anonymous

εὐκάματος: Difference between revisions

From LSJ
15
(Bailly1_2)
(15)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aisé, d’un travail facile.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[κάματος]].
|btext=ος, ον :<br />aisé, d’un travail facile.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[κάματος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐκάματος]], -ον (ΑΜ)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> ο κατασκευασμένος με κόπο<br /><b>2.</b> [[φιλόπονος]], [[εργατικός]], [[δραστήριος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που απαιτεί λίγο κόπο, ο [[εύκολος]]<br /><b>2.</b> αυτός που υπομένει τους κόπους εύκολα<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «εὐκάματοι στέφανοι» — οι στέφανοι που κερδίζονται με ευγενείς αγώνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[κάματος]] «[[κόπος]], [[αγώνας]]»].
}}
}}